ὁδοχνοῦς

ὁδοχνοῦς
ὁδο-χνοῦς,
A pulveraria, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οδοχνούς — ὁδοχνοῡς (Μ) οδός, δρόμος γεμάτος σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + χνοῦς «σκόνη»]. οδυενδυέα, η βοτ. δέντρο τών τροπικών χωρών τής Δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”